- διχάζουσιν
- διχάζωdivide in twopres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)διχάζωdivide in twopres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διχάζω — (AM διχάζω) [δίχα] χωρίζω στα δύο μσν. νεοελλ. προκαλώ διάσταση, διαφωνία μσν. αποχωρίζω από κάποιον κάτι («διχάζουσιν ἀπὸ πατέρων τέκνα», Μανασσ.) αρχ. 1. διαιρώ διά δύο 2. είμαι διαιρεμένος 3. φρ. «διχάζω τινὰ κατά τινος» διαιρώ, παρακινώ… … Dictionary of Greek